υλοτόμιο

υλοτόμιο
το / ὑλοτόμιον, ΝΑ [υλοτόμος]
το μέρος τού δάσους όπου γίνεται υλοτομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλαγιοσπορά — η, Ν (γεωπ·) μέθοδος φυσικής αναγέννησης ενός δάσους με σπέρματα δέντρων που βρίσκονται σε χώρο κοντά στο υλοτόμιο, χώρο ο οποίος υλοτομείται όταν ολοκληρωθεί η φυσική αναγέννηση τών ήδη υλοτομημένων περιοχών …   Dictionary of Greek

  • υλοτομία — η / ὑλοτομία, ΝΑ [υλοτόμος] 1. η κοπή δένδρων από το δάσος 2. συνεκδ. το υλοτόμιο νεοελλ. η εκμετάλλευση τών δασών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”